- ψυχονευρικός
- η , ό[ν] психоневрологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχονευρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή και στο νευρικό σύστημα συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + νευρικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek